τετμημένα

τετμημένα
τέμνω
cut
perf part mp neut nom/voc/acc pl
τετμημένᾱ , τέμνω
cut
perf part mp fem nom/voc/acc dual
τετμημένᾱ , τέμνω
cut
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετμημένας — τετμημένᾱς , τέμνω cut perf part mp fem acc pl τετμημένᾱς , τέμνω cut perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • τετμημέναι — τέμνω cut perf part mp fem nom/voc pl τετμημένᾱͅ , τέμνω cut perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”